Πολλά μέλη Μη Κερδοσκοπικών Φορέων αναρωτιούνται αν ευθύνονται οι ίδιοι για τα τυχόν χρέη που έχει σε τρίτους ο Κοινωφελής Φορέας στον οποίο συμμετέχουν. Άλλα τυχαίνει να λαμβάνουν πλημμελώς ή ελλιπώς πληροφορίες για το ανωτέρω ζήτημα ή να έχουν λανθασμένες εντυπώσεις, τις οποίες προσπαθούμε να άρουμε με το παρόν άρθρο.
Πρώτη διάκριση που πρέπει να κάνουμε για να απαντήσουμε στον προβληματισμό μας είναι τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε μέλος μη κερδοσκοπικού φορέα. Προς αποφυγή περαιτέρω παρερμηνειών θα πρέπει εδώ να ξεκαθαρίσουμε ότι, νομικά, μέλος Φορέα δεν θεωρείται το αρωγό ή μη τακτικό ή επίτιμο μέλος που συνήθως υπάρχουν ως δυνητικές ομάδες μελών στις καταστατικές διατάξεις του κάθε Φορέα, ούτε βεβαίως ο εθελοντής. Μέλος φορέα κατά την έννοια που του δίνουμε στο παρόν θα πρέπει να είναι πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) που είτε έχει συμβληθεί για τη δημιουργία του, υπογράφων συγχρόνως και το καταστατικό έγγραφο ίδρυσης που απαιτείται (ιδρυτικό μέλος) και δεν έχει αποχωρήσει στη συνέχεια -απαραιτήτως με τροποποίηση καταστατικού-, έχων δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση του Φορέα και τα λοιπά καταστατικά του όργανα (Γενική Συνέλευση Μελών, Δ.Σ. κλπ) ή έχει προσχωρήσει στη συνέχεια, κατόπιν δηλαδή της ίδρυσής του, ως νέο μέλος – εταίρος και πάλι με υπογραφή και τροποποίηση του καταστατικού του εγγράφου, το οποίο (έγγραφο) έχει δημοσιευθεί.
Η δεύτερη απαραίτητη διάκριση αφορά στο είδος της νομικής μορφής που έχει επιλεγεί για το Φορέα, καθόσον σύμφωνα με ρητές δικαιϊκές αρχές (με μια περαιτέρω διάκριση) τα μέλη Φορέα που έχει τη νομική μορφή του Σωματείου ή της Κοιν.Σ.Επ. δεν ευθύνονται προσωπικά (δηλαδή με την προσωπική τους περιουσία).
Πριν το έτος 2012 η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας όσων αναφέραμε παραπάνω για τα νομικά πρόσωπα, πλην εξαιρέσεων που προέβλεπε ρητά ο νόμος (π.χ. ομόρρυθμη εταιρεία), τα νομικά πρόσωπα και όχι οι εταίροι – μέλη αυτών υποχρεούνταν να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Το έτος 2012 όμως ψηφίστηκε ο νόμος 4072/2012, ο οποίος προβλέπει ότι στην Αστική Εταιρεία εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις του νόμου που αφορούν στις ομόρρυθμες εταιρείες, κάτι που άλλαξε άρδην τα μέχρι τότε ισχύοντα.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι εταίροι Αστικής Εταιρείας ευθύνονται παράλληλα με την εταιρεία, απεριόριστα και εις ολόκληρον με την προσωπική τους περιουσία για τα χρέη αυτής. Σε τούτη τη διαπίστωση μάλιστα κατέληξε και σχετική Δικαστική απόφαση (ΠΠρ.Αθ. 4887/2013). Κατά το γράμμα του νόμου η ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων τούτων είναι ορθή. Κατά την άποψη όμως του γράφοντος θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη και κάποιες άλλες προσεγγίσεις σε ότι αφορά συγκεκριμένα στην Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, εταιρεία, που ανήκει στο γένος των Αστικών Εταιρειών του ελληνικού νόμου, καθόσον η εταιρεία αυτή έχει πολύ σημαντικές διαφορές από την Αστική κερδοσκοπική εταιρεία και παρουσιάζει ιδιαιτερότητες.
Δικαιολογητικός λόγος για την ευθύνη των εταίρων με την προσωπική τους περιουσία για τα χρέη της Αστικής Κερδοσκοπικής Εταιρείας είναι το γεγονός ότι απολαμβάνουν τα ωφελήματα από τη δράση της. Δηλαδή έχουν δικαίωμα να λάβουν το ποσό της διανομής των κερδών έναντι της Αστικής Κερδοσκοπικής Εταιρείας (εφεξής ΑΚΕ) και αντιστρόφως η ΑΚΕ έχει υποχρέωση, να διανείμει στους εταίρους της τα όποια κέρδη τούτη αποκομίζει από τη δραστηριότητά της· στην περίπτωση της ΑμΚΕ κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Ακόμη και στο πλαίσιο του προηγούμενου νομοθετικού καθεστώτος για τις Αστικές Εταιρείες, η νομική θεωρία στην Ελλάδα είχε καταλήξει ότι στην ΑμΚΕ (με νομική προσωπικότητα) το ποσό της εταιρικής εισφοράς συνιστούσε και το μέτρο ευθύνης του εταίρου για τις υποχρεώσεις της εταιρείας απέναντι σε τρίτους (δηλαδή μέχρι του ποσού που εισέφερε στο εταιρικό της κεφάλαιο). Με άλλα λόγια, υποστηριζόταν ότι η ευθύνη των μελών απέναντι στους τρίτους περιοριζόταν στο ποσό της αρχικής εταιρικής εισφοράς τους και μόνο. Ο περιορισμός αυτός της ευθύνης κρίνεται δίκαιος, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι εταίροι δεν προσδοκούσαν (και δεν προσδοκούν ακόμα) οικονομικά ωφελήματα από τη δράση της ΑμΚΕ (Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία). Επειδή δε ο περιορισμός αυτός πηγάζει από την αδυναμία επίτευξης κέρδους, τούτο ίσχυε κατά την άποψη της θεωρίας, μόνο σε αυτό το εταιρικό μόρφωμα και όχι γενικά στην Αστική Εταιρεία με νομική προσωπικότητα, δηλαδή τούτο δεν ίσχυε στην Αστική Κερδοσκοπική Εταιρεία (που όπως είδαμε διανέμει κέρδη), παρά μόνον στην Αστική μη Κερδοσκοπική. Και μάλιστα, η άποψη αυτή υποστηριζόταν ορθά, ενώ ο νόμος τότε προέβλεπε συλλήβδην για τις Αστικές Εταιρείες (κερδοσκοπικές ή μη) τη μη ευθύνη των εταίρων με την προσωπική τους περιουσία για τα χρέη της εταιρείας. Οι δικαιολογητικοί λόγοι για την υιοθέτηση τούτης της άποψης δεν έχουν επουδενί εκλείψει, ακόμη και μετά τη θεσμοθέτηση του υπόψη νόμου, απλά θα πρέπει να ιδωθούν αντίστροφα.
Και τώρα το ορθό είναι να υιοθετηθεί η ίδια άποψη πάνω στην, κόντρα στο γράμμα του νόμου, ερμηνεία του υπόψη άρθρου. Και τούτο διότι δεδομένου ότι οι εταίροι της ΑμΚΕ δεν απολαμβάνουν οικονομικά οφέλη από τη δραστηριότητά της μέσω διανομής κερδών ή άλλου τρόπου, θα πρέπει να υιοθετηθεί ότι η ρύθμιση αυτή ουσιαστικά ισχύει μοναχά για την Αστική Κερδοσκοπική Εταιρεία και να νομολογηθεί η απαλλαγή των μελών της ΑμΚΕ από προσωπική, αλληλέγγυα ευθύνη με το εταιρικό μόρφωμα της μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας.
Η ρύθμιση του αρ. 50 του ν. 4174/2013
Το υπόψη άρθρο του νόμου τούτου επέφερε νέες μεταβολές στο νομικό πλαίσιο ευθύνης των μελών – εταίρων, το οποίο προβλέπει τα εξής στις δύο πρώτες παραγράφους του:
1.Τα πρόσωπα που είναι «πρόεδροι», διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων κατά το χρόνο της διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή του φόρου «τόκων και προστίμων» που «οφείλονται» από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους. Στα νομικά πρόσωπα που συγχωνεύονται, ευθύνεται αλληλεγγύως μαζί με τα πιο πάνω πρόσωπα, για την πληρωμή των κατά το προηγούμενο εδάφιο οφειλόμενων φόρων του διαλυόμενου νομικού προσώπου και εκείνο που το απορρόφησε ή το νέο νομικό πρόσωπο που συστήθηκε ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.
2. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους «το ΦΠΑ και όλους τους επιρριπτόμενους φόρους» και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά. β) Αν δεν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μία από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου.
Από τα αμέσως παραπάνω προκύπτουν συνοπτικά τα εξής δύο που μας ενδιαφέρουν: α) Προσωπική ευθύνη κάθε Προέδρου, Νόμιμου Εκπροσώπου, Διαχειριστή κλπ. πληρωμής κάθε βεβαιωμένης οφειλής και προστίμου προκειμένου να εκκαθαριστεί ή συγχωνευθεί η εταιρεία ή το σωματείο (άρθρο 50 παρ.1) και β) Ευθύνη των ως άνω προσώπων για ΦΠΑ, παρακρατούμενους φόρους και κάθε επιρριπτόμενο φόρο (έμμεσο ή άμεσο) – (άρθρο 50 παρ. 2) -, για το σύνολο του χρόνου που υπήρξαν μέλη του νομικού προσώπου με αυτή την ιδιότητα.
Τούτο μας φέρνει στην τρίτη απαραίτητη διάκριση ανεξαρτήτως του είδους της νομικής μορφής που έχει επιλεγεί (δηλαδή τούτο ισχύει και για τις Κοιν.Σ.Επ., τα Σωματεία και εν γένει κάθε φύσης Φορέα κερδοσκοπικό ή μη). Για χρέη του Φορέα προς το Δημόσιο (Φόρος άμεσος ή έμμεσος, ΦΠΑ, σχετικά βεβαιωμένα πρόστιμα κ.ο.κ.) ευθύνονται για τα ως άνω χρέη οι Πρόεδροι, Διαχειριστές ή Νόμιμοι Εκπρόσωποί τους με την προσωπική τους περιουσία προσωπικά, αλληλέγγυα και εις ολόκληρο (δηλαδή μαζί με τον Φορέα).
Η διάταξη αυτή πέραν της κακοτεχνίας της, καθόσον διευρύνει παράλογα την ευθύνη προσώπων (εκκαθαριστές φερ’ ειπείν μπορεί να είναι και τρίτα άτομα, ενώ τους ρόλους αυτούς θα μπορούσαν να τους έχουν συγχρόνως περισσότερα του ενός προσώπου) και δεν διακρίνεται επακριβώς τι εννοείται από το νομοθέτη με τις έννοιες Πρόεδροι, εντεταλμένοι στη Διοίκηση ή ακόμη και εκκαθαριστές του προσώπου, δημιουργεί και εύλογες αμφιβολίες περί της συνταγματικότητάς του (παραβίαση τουλάχιστον της αρχής της ισότητας), καθόσον διευρύνει επικίνδυνα τον κύκλο των οφειλετών του δημοσίου, σε αντίθεση με τους ιδιώτες δανειστές του Φορέα, χωρίς μάλιστα δικαιολογητικό λόγο. Όπως είδαμε παραπάνω, τα μέλη αυτά δεν δύνανται να απολαύσουν ουδένα οικονομικό καρπό από τη δράση του Φορέα, στον οποίο προεδρεύουν ή έχουν αναλάβει την εκκαθάριση ή τον οποίο εκπροσωπούν ή διαχειρίζονται.
Συμπερασματικά, λοιπόν, οι Πρόεδροι, οι Διαχειριστές, οι Νόμιμοι Εκπρόσωποι και εν γένει διευθύνοντες όλων των νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (Κοιν.Σ.Επ., ΑμΚΕ, Σωματεία κλπ.) ευθύνονται με την προσωπική τους περιουσία, αλληλέγγυα με το νομικό πρόσωπο για τα χρέη του στο δημόσιο (Εφορία, πρόστιμα κ.ο.κ). Τα λοιπά μέλη των ΑμΚΕ ευθύνονται επίσης, για το σύνολο των χρεών (ιδιωτικά ή δημόσια). Τα δε μέλη των Κοιν.Σ.Επ. και των Σωματείων δεν έχουν ευθύνη για τα χρέη των φορέων τους, δλδ. απέναντι σε ιδιώτες ή δημόσιους φορείς.
Κώστας Μπρίλης
Νομικός