Όχι, ο φορολογικός έλεγχος μπορεί να διενεργηθεί σε οποιαδήποτε επιχείρηση, ανεξαρτήτως του τζίρου.
Επιπλέον, ο φορολογούμενος μπορεί να ενημερωθεί για τη διενέργεια ελέγχου εις βάρος του με την κοινοποίηση του αιτήματος σύμφωνα με το άρ. 14 Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), με το οποίο η φορολογική αρχή του ζητά την παροχή έγγραφων πληροφοριών. Ενδεικτικά, με το αίτημα μπορεί να ζητηθεί η δικαιολόγηση δηλωθέντων εισοδημάτων, τυχόν χρημάτων και επενδύσεων που έχει ο φορολογούμενος στο εξωτερικό, αλλά και των χρηματικών κινήσεων που πραγματοποιήθηκαν στους τραπεζικούς του λογαριασμούς.
Με την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή του αιτήματος του άρ. 14 ΚΦΔ, γνωστοποιείται επίσης στον φορολογούμενο η δυνατότητα για υποβολή εκπρόθεσμων φορολογικών δηλώσεων μέχρι την κοινοποίηση του προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, καθώς και ο προβλεπόμενος περιορισμός των σχετικών προστίμων σε περίπτωση άμεσης εξόφλησης.
Ναι. Ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας προβλέπει την επιβολή προστίμων για ορισμένες παραβάσεις, οι οποίες δεν συνεπάγονται απαραίτητα τη διαφυγή πληρωμής φόρου από το φορολογούμενο. Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων αποτελούν:
- η υποβολή εκπρόθεσμης φορολογικής δήλωσης,
- η μη ανταπόκριση σε αίτημα της φορολογικής διοίκησης για παροχή πληροφοριών ή στοιχείων,
- η μη γνωστοποίηση στη φορολογική διοίκηση του διορισμού του φορολογικού εκπροσώπου ενός φορολογουμένου,
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η οργάνωση μιας επιχείρησης κατά τρόπο ώστε η τελευταία να συμμορφώνεται με το γράμμα και το πνεύμα των φορολογικών διατάξεων είναι άκρως σημαντική και μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά έναντι ενός φορολογικού ελέγχου. Είναι πιθανό, δηλαδή, η φορολογική αρχή να προβεί σε προκαταρκτικό έλεγχο με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία της επιχείρησης και τις πληροφορίες των τραπεζικών της λογαριασμών, και, εφόσον πειστεί ότι δεν υπάρχουν υπόνοιες τέλεσης φορολογικής παράβασης, να απέχει από την έκδοση εντολής ελέγχου σε βάρος της.
Ακόμα όμως και αν ξεκινήσει ο φορολογικός έλεγχος, η ορθή φορολογική και λογιστική οργάνωση της επιχείρησης θα οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη υποστήριξη κατά τη διάρκεια του, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε βεβιασμένους χειρισμούς και με αποτέλεσμα την άμεση ολοκλήρωση του ελέγχου και την αποφυγή πληρωμής υπέρογκων φόρων και προστίμων.
Η επιχείρηση στην οποία επιβλήθηκαν πρόστιμα και φόροι σε συνέχεια φορολογικού ελέγχου, έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωση και διαγραφή τους. Ειδικότερα, πρέπει να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών εντός 30 ημερών από την επίδοση σε αυτήν των οριστικών πράξεων επιβολής φόρων και προστίμων. Η ενδικοφανής προσφυγή συνιστά απαραίτητο στάδιο πριν την προσφυγή στη διοικητική δικαιοσύνη, κατά το οποίο η επιχείρηση πρέπει να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της.
Σε περίπτωση απορριπτικής απάντησης από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή εάν εκείνη δεν απαντήσει μέσα σε 120 ημέρες από την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής, η επιχείρηση μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση σε αυτήν της απορριπτικής απάντησης ή από τη συμπλήρωση των ανωτέρω 120 ημερών.
Ο έλεγχος από τη φορολογική αρχή μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε επιχείρηση, ανεξαρτήτως εάν εκείνη φοροδιαφεύγει, ή όχι. Το ποιος θα κληθεί από την φορολογική αρχή για να ατιολογήσει τα εισοδήματά του δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων, ούτε θεμελιώνεται πάντοτε σε γεγονότα γνωστά στον φορολογούμενο.
Ενδεικτικά, ένας φορολογικός έλεγχος μπορεί να ξεκινήσει κατόπιν επώνυμης ή ανώνυμης καταγγελίας, επομένως σ’ αυτήν την περίπτωση η ελεγχόμενη επιχείρηση δεν μπορεί να «προλάβει» την έναρξη του ελέγχου, αφού δεν θα μπορεί ευλόγως να γνωρίζει την ύπαρξη καταγγελίας σε βάρος της.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η οργάνωση μιας επιχείρησης κατά τρόπο ώστε η τελευταία να συμμορφώνεται με το γράμμα και το πνεύμα των φορολογικών διατάξεων είναι άκρως σημαντική και μπορεί να λειτουργήσει προληπτικά έναντι ενός φορολογικού ελέγχου. Είναι πιθανό, δηλαδή, η φορολογική αρχή να προβεί σε προκαταρκτικό έλεγχο με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία της επιχείρησης και τις πληροφορίες των τραπεζικών της λογαριασμών, και, εφόσον πειστεί ότι δεν υπάρχουν υπόνοιες τέλεσης φορολογικής παράβασης, να απέχει από την έκδοση εντολής ελέγχου σε βάρος της. Ακόμα όμως και αν ξεκινήσει ο φορολογικός έλεγχος, η ορθή φορολογική και λογιστική οργάνωση της επιχείρησης θα οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη υποστήριξη κατά τη διάρκεια του, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε βεβιασμένους χειρισμούς και με αποτέλεσμα την άμεση ολοκλήρωση του ελέγχου και την αποφυγή πληρωμής υπέρογκων φόρων και προστίμων.
Η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο του διενεργούμενου από αυτήν ελέγχου, κοινοποιεί στην φορολογούμενη επιχείρηση αίτημα, με το οποίο της ζητάει να παρέχει εγγράφως πληροφορίες.
Ενδεικτικά η φορολογική αρχή μπορεί να ζητήσει την δικαιολόγηση των δηλωθέντων εισοδημάτων και την απόδειξη των δαπανών της επιχείρησης, να ελέγξει τις συναλλαγές της με συνδεδεμένες επιχειρήσεις, να κάνει έλεγχο «κλειστής αποθήκης», να ζητήσει την ταυτοποίηση των χρηματικών κινήσεων που πραγματοποιήθηκαν στους τραπεζικούς της λογαριασμούς, κ.ο.κ.. Η επιχείρηση, δια του εκπροσώπου της, απαντά στο αίτημα με υπομνήματα και προσκομίζοντας τα απαραίτητα αποδεικτικά έγγραφα, εντός προθεσμίας που της θέτει η φορολογική διοίκηση. Είναι πολύ κρίσιμη η σωστή εκπροσώπηση της ελεγχόμενης επιχείρησης κατά το στάδιο αυτό, ώστε να επεξηγηθούν πλήρως προς την ελεγκτική αρχή όλα όσα μπορεί να θεωρηθούν ύποπτα από τους ελεγκτές που χειρίζονται τον κάθε φορολογικό έλεγχο.
Στη συνέχεια, εφόσον η ελεγκτική αρχή δεχθεί τους ισχυρισμούς της επιχείρησης, ο έλεγχος ολοκληρώνεται και πληρώνονται τυχόν ποσά φόρων που ανακύπτουν. Υπάρχει περίπτωση φυσικά ο έλεγχος να ολοκληρωθεί χωρίς καμία χρέωση.
Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν η ελεγκτική αρχή δεν πείθεται από τους ισχυρισμούς της φορολογούμενης επιχείρησης και θεωρεί ότι αυτή έχει παραβεί την φορολογική νομοθεσία, της κοινοποιεί σημείωμα διαπιστώσεων ελέγχου μαζί με τον προσωρινό προσδιορισμό φόρου. Η φορολογούμενη επιχείρηση κατά το στάδιο αυτό απαντά εντός προθεσμίας 20 ημερών με τις έγγραφες εξηγήσεις της, οι οποίες πρέπει να είναι σαφείς και πλήρεις προκειμένου να επιτευχθεί η ανατροπή του προσωρινού προσδιορισμού φόρου. Έπειτα, η ελεγκτική αρχή επεξεργάζεται τις απόψεις που εξέθεσε η επιχείρηση και εκδίδει τυχόν οριστικές πράξεις επιβολής φόρων και προστίμων.
Κατά των πράξεων αυτών, η επιχείρηση πρέπει να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών εντός 30 ημερών από την επίδοση τους. Η ενδικοφανής προσφυγή συνιστά απαραίτητο στάδιο πριν την προσφυγή στη διοικητική δικαιοσύνη, κατά το οποίο η φορολογούμενη επιχείρηση πρέπει να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που αφορούν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της. Ισχυρισμοί που δεν προτάθηκαν σ’ αυτό το στάδιο δεν μπορούν παραδεκτώς να προβληθούν ενώπιον των δικαστηρίων.
Σε περίπτωση απορριπτικής απάντησης από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή εάν εκείνη δεν απαντήσει μέσα σε 120 ημέρες από την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής, η επιχείρηση μπορεί να προσφύγει στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κοινοποίηση σε αυτήν της απορριπτικής απάντησης ή από τη συμπλήρωση των ανωτέρω 120 ημερών.
Οι ελεγκτικές υπηρεσίες (ΔΟΥ, ΣΔΟΕ, ΚΕΦΟΜΕΠ, ΚΕΜΕΕΠ) που διεξάγουν τους φορολογικούς ελέγχους φυσικών και νομικών προσώπων είναι πλέον σε θέση έμμεσα να προσδιορίσουν τα ακαθάριστα έσοδα και τα γενικά εισοδήματα ενός φορολογουμένου με τη βοήθεια της τεχνολογίας και τη συλλογή στοιχείων από διασταυρώσεις. Οι μέθοδοι αυτές ονομάζονται έμμεσες τεχνικές ελέγχου.
Οι νέες αυτές τεχνικές είναι ένα συμπληρωματικό εργαλείο ελέγχου το οποίο δίνει τη δυνατότητα στις ελεγκτικές αρχές, παράλληλα με τις παραδοσιακές μεθόδους ελέγχου, οι οποίες στηρίζονται κυρίως στα δεδομένα των τηρούμενων βιβλίων και στοιχείων, καθώς και στα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων, να προσδιορίσουν τη φορολογητέα ύλη με βάση την κινητή και ακίνητη περιουσία, τα εισοδήματα και τις πραγματικές δαπάνες.
Πιο συγκεκριμένα, εάν ο έλεγχος διαπιστώσει ότι αδυνατεί να προσδιορίσει την φορολογητέα ύλη με τις παραδοσιακές μεθόδους, τότε μπορεί να καταφύγει στις έμμεσες τεχνικές ελέγχου, βάσει του άρθρου 28 του ΚΦΕ (ν. 4172/2013) σύμφωνα με το οποίο ορίζονται τα εξής:
«Το εισόδημα των φυσικών και νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που ασκούν ή προκύπτει ότι ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή με έμμεσες μεθόδους ελέγχου κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν τα λογιστικά αρχεία δεν τηρούνται ή οι οικονομικές καταστάσεις δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον νόμο για τα λογιστικά πρότυπα, ή
β) όταν τα φορολογικά στοιχεία ή τα λοιπά προβλεπόμενα σχετικά δικαιολογητικά δεν συντάσσονται σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ή
γ) όταν τα λογιστικά αρχεία ή φορολογικά στοιχεία δεν προσκομίζονται στη Φορολογική Διοίκηση μετά από σχετική πρόσκληση.
Το εισόδημα φυσικών προσώπων, ανεξαρτήτως αν προέρχεται από άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, μπορεί επίσης να προσδιορίζεται με βάση κάθε διαθέσιμο στοιχείο ή έμμεσες μεθόδους ελέγχου σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όταν το ποσό του δηλούμενου εισοδήματος δεν επαρκεί για την κάλυψη των προσωπικών δαπανών διαβίωσης ή σε περίπτωση που υπάρχει προσαύξηση περιουσίας η οποία δεν καλύπτεται από το δηλούμενο εισόδημα».
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το άρθρο 28 του ΚΦΕ είναι επί της ουσίας μία μεγάλη ομπρέλα κάτω από την οποία μπορεί να μπει σχεδόν κάθε περίπτωση φορολογικού ελέγχου, όταν διαπιστώνεται έστω και μία παράβαση μη έκδοσης στοιχείου (π.χ. μη έκδοση απόδειξης ποσού 50 ευρώ – ακραία περίπτωση αλλά υπαρκτή) ή όταν κρίνει ο έλεγχος ότι τα εισοδήματα του έτους ή τα εισοδήματα προηγουμένων ετών (όταν ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου) δεν επαρκούν για την κάλυψη των δαπανών ή των τεκμηρίων απόκτησης, στις περιπτώσεις όπου ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου.
Με τον τρόπο αυτό, τα ελεγκτικά όργανα έχουν τη δυνατότητα χρησιμοποιώντας ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών από διάφορες πηγές (πχ. Τράπεζες – άνοιγμα λογαριασμών και διερεύνηση των πιστώσεων, χρηματιστήριο-αποθετήριο τίτλων, ΔΕΚΟ κλπ) να εξάγουν ασφαλέστερα συμπεράσματα και να προσδιορίσουν τη φορολογητέα ύλη του ελεγχόμενου την οποία ο ελεγχόμενος πιθανόν να απέκρυβε έως τότε από τα δηλωθέντα εισοδήματά του.
Με την εφαρμογή του Ν.4174/2013 (ΦΕΚ 170 Α /26-7-2013) και σύμφωνα με το άρθρο 15, θεσπίστηκαν οι υποχρεώσεις πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, ιδρυμάτων πληρωμών, των Ελληνικών Ταχυδρομείων, της Ελληνικά Χρηματιστήρια ΑΕ, Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλισης, ιδιωτικών θεραπευτηρίων, ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, εταιριών σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, εταιριών παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και ύδρευσης, που υποχρεούνται ετησίως να διαβιβάζουν στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών μέσω ηλεκτρονικών καταστάσεων στοιχεία.
Μετά από επεξεργασία αυτών των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η φορολογική-ελεγκτική αρχή, συγκρινόμενα με τα ετήσια δηλωθέντα εισοδήματα, μπορεί αυτόματα να προκύψουν διαφορές και πιθανόν να εντοπιστεί αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη, όπως για παράδειγμα όταν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δαπανών διαβίωσης οι οποίες είναι υψηλότερες σε σχέση με τα δηλωθέντα εισοδήματα.
Στη διεθνή πρακτική, οι μέθοδοι με τις οποίες οι έμμεσες τεχνικές προσεγγίζουν τον κάθε έλεγχο είναι πέντε και είναι οι εξής:
Η αρχή των αναλογιών |
Με την μέθοδο αυτή προσδιορίζονται τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, οι εκροές και τα φορολογητέα κέρδη του ελεγχόμενου προσώπου βάσει αναλογιών και ιδίως, του περιθωρίου μικτού κέρδους. |
Η αρχή ανάλυσης ρευστότητας του φορολογούμενου |
Η τεχνική προσδιορίζει τη φορολογητέα ύλη αναλύοντας τα έσοδα (φορολογητέα και μη), τις αγορές και δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές και οικογενειακές) και τις αυξήσεις και μειώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (επαγγελματικών, ατομικών και οικογενειακών) του φορολογούμενου φυσικού προσώπου. |
Η αρχή της καθαρής θέσης του φορολογούμενου |
Η τεχνική αυτή αναδημιουργεί το οικονομικό ιστορικό του φορολογούμενου φυσικού προσώπου και προσδιορίζει φορολογητέα ύλη, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα διαθέσιμα κεφάλαια προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά, τις διάφορες απαιτήσεις προσωπικές, οικογενειακές, επαγγελματικές (ενεργητικό), τις υποχρεώσεις προσωπικές, οικογενειακές ή επαγγελματικές (παθητικό), τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές δαπάνες ως και τα εισοδήματα από λοιπές πηγές (ατομικά και οικογενειακά). |
Η αρχή της σχέσης τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών |
Με την μέθοδο αυτή προσδιορίζονται τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα αξιοποιώντας τη σχέση της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών. |
Η αρχή του ύψους των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά
|
Η τεχνική αυτή προσδιορίζει φορολογητέα ύλη παρακολουθώντας την κίνηση των (διαθεσίμων) κεφαλαίων του φορολογούμενου, του/της συζύγου και των προστατευομένων μελών αυτών, είτε με την κατάθεση αυτών σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς είτε με την ανάλωση τους σε διάφορες συναλλαγές με χρήση μετρητών. Αναλύει τις συνολικές καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς, τα διαθέσιμα, τις αγορές και δαπάνες σε μετρητά τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο κατά τη διάρκεια της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου και τα συγκρίνει με τα συνολικά δηλωθέντα έσοδα. |
Στην πράξη η τάση είναι να επικρατούν ως μέθοδος διεξαγωγής του ελέγχου οι έμμεσες τεχνικές, καθώς τα ελεγκτικά όργανα φρονούν ότι σχεδόν κάθε περίπτωση ελέγχου υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής των εμμέσων. Αυτό εγκυμονεί κινδύνους για τυχόν μη ορθή εφαρμογή τους και για φαινόμενα αυθαιρεσίας εκ μέρους των ελεγκτικών οργάνων.
Μάλιστα, το άρθρο 28 εφαρμόζεται κατά κόρον σε περιπτώσεις όπου ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων ετών για να καλύψει τεκμήρια διαβίωσης ή απόκτησης και ο μεν φορολογούμενος διαθέτει πράγματι τα κεφάλαια αυτά ο δε έλεγχος δεν αποδέχεται την προσμέτρηση των κεφαλαίων αυτών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της επίκλησης εισοδημάτων από περαιώσεις ή από προηγούμενους φορολογικούς ελέγχους, που αποτελούν πραγματικά και φορολογηθέντα εισοδήματα, τα οποία θα έπρεπε οίκοθεν ο φορολογικός έλεγχος να προσμετρά ή αν μη τι άλλο να αποδέχεται κατόπιν επίκλησής τους από τον φορολογούμενο. Ωστόσο, παρατηρούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις, ο έλεγχος δεν αποδέχεται αυτά τα κεφάλαια με δυσβάσταχτες συνέπειες για τον φορολογούμενο, ο οποίος αναγκάζεται να προσφύγει στην ΔΕΔ ή ακόμα και στα δικαστήρια για να μπορέσει να δικαιωθεί για το αυτονόητο.
Βλέπε 10 ερωτήσεις και απαντήσεις για τις έμμεσες τεχνικές ελέγχου
Ναι, ο έλεγχος μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς να χρειαστεί η προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που η ελεγκτική αρχή δεχθεί τους ισχυρισμούς της φορολογούμενης επιχείρησης, οπότε και ο έλεγχος ολοκληρώνεται και πληρώνονται τυχόν ποσά φόρων που ανακύπτουν. Υπάρχει περίπτωση φυσικά ο έλεγχος να ολοκληρωθεί χωρίς καμία χρέωση.
Επιπλέον, ο έλεγχος μπορεί να ολοκληρωθεί εφόσον η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών εκδώσει θετική απόφαση υπέρ της φορολογούμενης επιχείρησης μετά την άσκηση της προβλεπόμενης ενδικοφανούς προσφυγής.
Η φορολογική αρχή μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να θεωρήσει ότι κάποιες συναλλαγές που διενεργήθηκαν μεταξύ επιχειρήσεων είναι παράνομες και να επιβάλει επιπλέον φόρους και πρόστιμα.
Για παράδειγμα, διαπιστώθηκε και αποδείχθηκε από τη φορολογική αρχή η ύπαρξη τεχνικής διευθέτησης μεταξύ μιας ομόρρυθμης εταιρείας και μιας όμορης ατομικής επιχείρησης, με σκοπό τη μετατόπιση φορολογητέου εισοδήματος από την ομόρρυθμη εταιρεία στην ατομική επιχείρηση και την αποφυγή φόρου, δεδομένου ότι ο φορολογικός συντελεστής για την ομόρρυθμη εταιρεία ήταν διπλάσιος συγκριτικά με το φορολογικό συντελεστή για την ατομική επιχείρηση
Βλ.: υπ’ αριθ. 200/2020 απόφαση ΔΕΔ Θεσσαλονίκης.
Σε άλλη περίπτωση, η φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες φορολογούμενοι, ως ασκούντες απόλυτο μετοχικό έλεγχο σε εταιρεία, προέβησαν σε σειρά «διευθετήσεων» κατά τον εταιρικό και φορολογικό χειρισμό των κερδών και του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, οι οποίες δεν συνάδουν με τη συνήθη επιχειρηματική πρακτική και οδηγούν στην αλληλο αντιστάθμιση ή αλλη ακύρωσή τους, με σκοπό την αποφυγή πληρωμής φόρου μερισμάτων. Ειδικότερα, η ελεγκτική αρχή έκρινε ότι η διενεργηθείσα μείωση κεφαλαίου, σε συνδυασμό με τις προγενέστερες και μεταγενέστερες μεταβολές στα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης, αποτελούσε διευθέτηση ή σειρά διευθετήσεων, οι οποίες αφενός δεν συνάδουν με την συνήθη επιχειρηματική συμπεριφορά και αφετέρου οι μεταβολές που ακολούθησαν στα ίδια κεφάλαια και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο της επιχείρησης μετά την μείωση κεφαλαίου είχαν ως αποτέλεσμα την αλληλο αντιστάθμιση ή την αλληλο ακύρωσή τους
Βλ:(υπ’ αριθ. 1356/2020 απόφαση ΔΕΔ Αθηνών).
Οι ελληνικές φορολογικές αρχές διαθέτουν, κατ’ αρχήν, την εξουσία ελέγχου των εταιρειών που είναι φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και όχι των αλλοδαπών εταιρειών, οι οποίες είναι φορολογικοί κάτοικοι εξωτερικού και φορολογούνται εκεί. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές μπορούν να ελέγξουν και να φορολογήσουν μία αλλοδαπή εταιρεία, εφόσον κρίνουν ότι στην πραγματικότητα η διοίκησή της ασκείται από την Ελλάδα.
Τα κριτήρια που θα εξετάσει η Φορολογική Διοίκηση για την διακρίβωση του τόπου της πραγματικής διοίκησης μιας αλλοδαπής εταιρείας είναι ιδίως:
- ο τόπος άσκησης της καθημερινής διοίκησης,
- ο τόπος λήψης των στρατηγικών αποφάσεων,
- ο τόπος πραγματοποίησης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων,
- ο τόπος τήρησης των βιβλίων και στοιχείων,
- ο τόπος συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου και
- η κατοικία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν η έδρα μιας εταιρείας βρίσκεται τυπικά σε χώρα του εξωτερικού, η φορολογική αρχή μπορεί να θεωρήσει ότι η εταιρεία αυτή είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, αφού διακριβώσει ότι η πραγματική της διοίκηση είναι στην Ελλάδα. Στο συμπέρασμα αυτό θα οδηγηθεί συνεκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά και τις συνθήκες λειτουργίας της εταιρείας, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι μισθώνει τυπικά ένα γραφείο στην αλλοδαπή χωρίς να λειτουργεί εκεί, οι αποφάσεις των οργάνων της λαμβάνονται στην Ελλάδα, τηρεί τα βιβλία της στην Ελλάδα και δεν απασχολεί υπαλλήλους στην αλλοδαπή. Στην περίπτωση αυτή, η εταιρεία θα φορολογηθεί με τους συντελεστές που προβλέπονται από το ελληνικό δίκαιο και θα πιστωθεί ο φόρος που τυχόν καταβλήθηκε στην αλλοδαπή.
Ναι, η φορολογική αρχή έχει την ευχέρεια να προβεί σε έλεγχο εταιρείας, ακόμη κι αν εκείνη έχει διακόψει τη λειτουργία της, εφόσον το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή.