Ερώτημα
1.Μισθωτός εργάζεται 5ημερο και 40 ώρες(8 ώρες ημερησίως) .Υπάρχει η δυνατότητα να προσληθφεί και από δεύτερη επιχείρηση 1 ώρα σε ημερήσια βάση ή 5 ώρες κάθε Σάββατο?Υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του μισθωτού.
2.Σε περίπτωση που αυτό απαγορεύεται τι κυρώσεις επιβάλλονται και απο ποιά υπηρεσία?
3.Υπάρχει η δυνατότητα ο εργαζόμενος να εκδώσει ΤΠΥ για την αμοιβή απο τον δεύτερο εργοδότη?
Σε αυτή την περίπτωση ο δεύτερος εργοδότης πρέπει να τον ασφαλίζει και να τον εντάσσει στην ΑΠΔ,ακόμη και αν ο εργαζόμενος έχει μισθό που καλύπτει την ελάχιστη ασφαλιστική κλάση όπως ορίζεται απο 01/01/2020?Με τι ποσοστό θα πρέπει να γίνονται οι κρατήσεις από τον δεύτερο εργοδότη στην ΑΠΔ?
4.Ο μισθωτός στην περίπτωση που επιλεχθεί η λύση της έκδοσης ΤΠΥ θα φορολογηθεί ως μισθωτός ή ως ελεύθερος επαγγελματίας για το εισόδημα που εισπράττει απο τον δεύτερο εργοδότη?
Απαντήσεις
Από τις διατάξεις του άρθρου 16 εδάφιο γ’ του Π.Δ. της 27/6-4/7/32, σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 3, 174 και 180 του Αστικού Κώδικα, σαφώς προκύπτει ότι ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να απασχολήσει μέσα στην ίδια ημέρα εργάτες ή υπαλλήλους που εργάσθηκαν σε άλλο εργοστάσιο ή σε άλλο τόπο εργασίας καθ’ όλο το νόμιμο χρόνο ημερήσιας εργασίας. Μπορεί βεβαίως να απασχολήσει εργαζόμενους που εργάσθηκαν την ίδια ημέρα σε άλλους εργοδότες, επί ολιγότερες ώρες από αυτές που καθορίζει η σχετική νομοθεσία, αλλά μόνο για το χρόνο που απαιτείται προς συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ορίου ημερήσιας εργασίας.
Ειδικότερα, αν ένας εργαζόμενος απασχολείται σε περισσότερους του ενός εργοδότες, δεν πρέπει να εργάζεται ανά ημέρα πάνω από 8 ώρες συνολικά είτε εφαρμόζεται πενθήμερο είτε εξαήμερο. Τούτο προκύπτει από το άρθρο 16 του ΠΔ 27.6/4.7.32 στο οποίο ορίζονται τα εξής: «Ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να απασχολήσει κατά την αυτήν ημέραν εργασίας εργάτας ή υπαλλήλους εργασθέντας εις έτερον εργοστάσιον ή έτερον τόπον εργασίας καθ’ όλον τον νόμιμον χρόνον ημερησίας εργασίας. Δύναται μόνον να απασχολήσει εργάτας εργασθέντας κατά την αυτήν ημέραν παρ’ άλλοις εργοδόταις ολιγωτέρας των υπό του παρόντος καθοριζομένων ωρών, αλλά μόνον δια τον χρόνον τον απαιτούμενον προς συμπλήρωσιν του νομίμου ανωτάτου ορίου ημερησίας εργασίας».
Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 3, 174 και 180 του Αστικού Κώδικα, σαφώς προκύπτει ότι απαγορεύεται η απασχόληση του μισθωτού την ίδια ημέρα, δηλαδή μέσα στο ίδιο 24ωρο, στον ίδιο ή σε άλλον εργοδότη, μετά την παροχή εργασίας του σε όλο τον νόμιμο ανώτατο χρόνο ημερήσιας απασχόλησης του, για να μην επέρχεται έτσι περαιτέρω καταπόνηση των σωματικών του δυνάμεων και επομένως η σύμβαση εργασίας για την παροχή εργασίας, πέρα από το νόμιμο ωράριο, αφού είναι αντίθετη με απαγορευτική διάταξη νόμου, είναι άκυρη, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως ως αντιβαίνουσα σε απαγορευτικές δημοσίας τάξεως διατάξεις, υφισταμένης πλέον απλής εργασιακής σχέσεως για το χρόνο πέρα του ανωτέρω ωραρίου (Α.Π. 684/79-Α.Π. 581/79 – ΠΡ.Αθ. 4767/62 – Κουκιάδης: Εργ. Δικ. 1984 σελ. 345 – Α.Π. 413/80 κ.λ.π.).
Συνεπώς, ο δεύτερος εργοδότης θα πρέπει να απομακρύνει το μισθωτό εκείνο που συμπλήρωσε σε άλλο εργοδότη το ανώτατο επιτρεπτό όριο ημερήσιας απασχόλησης, άλλως υπέχει τις ποινικές κυρώσεις που ορίζονται στο άρθρο 18 του Π. Δ. της 27/6 – 4/7/32 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του Ν.Δ. 515/70 (Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας 1442/1992).
Επίσης από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 8 και 9 παρ. 1 και 3 του Ν. 3198/55 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας, διατάξεων» (ΦΕΚ 98/Α/55, συνάγεται, και έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία των δικαστηρίων (Ολ. Α.Π. 192/62 – Α.Π. 201/62 – Α.Π. 399/62 – Α.Π. 474/62 Α.Π. 1069/83 – Α.Π. 443/63 – Α.Π. 462/65 – Α.Π. 413/80), ότι επί εργασιακής σχέσεως που προκύπτει από άκυρη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης, που προτίθεται να παύσει να δέχεται την προσφερόμενη από το μισθωτό εργασία, πρέπει να καταγγείλει την εργασιακή αυτή σχέση, συμφωνά με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 3198/55 και να καταβάλει την κατά το Ν. 2112/20 ή το Β.Δ. της 16/18.7.20 προβλεπόμενη αποζημίωση.
Επισημαίνεται ότι κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28 του Ν. 3996/2011, οι παραβάσεις των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας οι σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και ειδικότερα με τα χρονικά όρια εργασίας τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξη (6) μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές .
Η απαγόρευση απασχόλησης μισθωτού την ίδια ημέρα σε περισσότερους του ενός εργοδότες, πέραν του νομίμου ημερησίου ωραρίου των οκτώ (8) ωρών αφορά την εξηρτημένη και μόνον εργασία (σχέση «εργοδότου» – «μισθωτού»). Κατά συνέπεια δεν απαγορεύεται η απασχόληση εργαζόμενου πέραν του ωραρίου της μισθωτής εργασίας (ακόμη και αν είναι πλήρους απασχόλησης) , με καθεστώς ανεξαρτήτων υπηρεσιών.
Σας επισημαίνουμε ότι δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη για εργασία την 6 η ημέρα της εβδομάδας σε άλλη επιχείρηση προκειμένου για εργαζόμενο που απασχολείται επί πενθήμερο εβδομαδιαία.
Μόνο για το προσωπικό των ΚΤΕΛ υπάρχει πρόβλεψη ότι απαγορεύεται η εργασία κατά την ημέρα ανάπαυσης.
Με δεδομένο ότι , αθροιζόμενου του ημερήσιου ωραρίου και στους δυο εργοδότες , δεν θα επέρχεται υπέρβαση του ανώτατου νόμιμου ορίου ημερήσιας αλλά και εβδομαδιαίας εργασίας του εν λόγω εργαζόμενου , είναι προφανές ότι η επιχείρηση , στην υπόψη περίπτωση , λειτουργεί σύννομα όσον αφορά την πιστή τήρηση των χρονικών ορίων εργασίας.
Τέλος , κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6, του ΠΔ 88/1999 «Με την επιφύλαξη των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας ο χρόνος εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτών δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά περίοδο το πολύ τεσσάρων (4) μηνών τις σαράντα οκτώ (48) ώρες κατά μέσο όρο, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών . Οι περίοδοι ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, και οι περίοδοι αδείας ασθενείας δεν συνεκτιμώνται ή είναι ουδέτερες, όσον αφορά τον υπολογισμό του μέσου όρου».
Σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 39 του Ν.4387/2016, οι ασφαλισμένοι με έναρξη εργασιών που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε έως δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλογικά, ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38, περί ασφάλισης μισθωτών.
Σύμφωνα με την εγκ. ΕΦΚΑ 17/2017 η διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39 του Ν.4387/2016 δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση ασφαλισμένων που προσφέρουν υπηρεσίες υπό καθεστώς εξαρτημένης εργασίας, και οι οποίοι υπάγονται ευθέως στις διατάξεις του άρθρου 38 ως μισθωτοί.
Επομένως, εφόσον ο ασφαλισμένος επιλέξει να προχωρήσει σε έναρξη εργασιών, θα ασφαλιστεί για τη δεύτερη αυτή δραστηριότητα ως αυτοαπασχολούμενος σύμφωνα με το άρθρο 39, με επιλογή μίας από τις έξι ασφαλιστικές κατηγορίες. Επισημαίνουμε ότι ο ασφαλισμένος στην οπερίπτωση αυτή, θα έχει παράλληλη ασφάλιση και σύμφωνα με την εγκ. ΕΦΚΑ 3/2020 λαμβάνονται υπόψη τα ποσά εισφορών ανά κλάδο από τη μισθωτή απασχόληση και καταβάλλεται, εφόσον προκύπτει, η διαφορά από την κατώτατη, κατά περίπτωση, προβλεπόμενη εισφορά.
Το ποσό εισφοράς από τη μισθωτή απασχόληση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της δεύτερης (2ης), κατά περίπτωση, ασφαλιστικής κατηγορίας. Αν έχει επιλεγεί ανώτερη κατηγορία καταβάλλεται η αντίστοιχη διαφορά μόνο για τον Κλάδο Σύνταξης.
Όσον αφορά τη φορολογική αντιμετώπιση του μισθωτού με παράλληλη άσκηση επαγγέλματος, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν.4172/2013 η διάταξη της περ. στ της παρ. 2 (για τα εποναμαζόμενα μπλοκάκια με φορολόγηση εισοδήματος ως μισθωτή εργασία) δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο φορολογούμενος αποκτά εισόδημα από μισθωτή εργασία.
Επομένως, θα φορολογηθεί για τη μισθωτή εργασία με την κλίμακα του άρθρου 15 και τις μειώσεις μισθωτών του άρθρου 16 και με την ίδσια κλίμακα χωρίς τις μειώσεις του άρθρου 16 για το επιπλέον ποσό που θα πορκύψει από την απασχόλησή του ως αυτοαπασχολούμενος.